οδοποιος

οδοποιος
    ὁδοποιός
    ὁδο-ποιός
    ὅ
    1) дорожный строитель, путеец, сапер Xen.
    2) дорожный смотритель (должность в Афинах по организации строительства дорог и поддержанию их в порядке) Aeschin.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οδοποιος" в других словарях:

  • ὁδοποιός — one who opens the way masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοποιός — ο (Α ὁδοποιός) αυτός που είναι ειδικός στη χάραξη και στην κατασκευή δρόμων νεοελλ. μτφ. αυτός που εγκαινιάζει κάτι καινούργιο, πρωτοπόρος αρχ. 1. ο επόπτης τών οδών 2. ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • οδοποιός — ο ειδικός μηχανικός για τη χάραξη και κατασκευή δρόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁδοποιοί — ὁδοποιός one who opens the way masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοποιούς — ὁδοποιός one who opens the way masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοποιόν — ὁδοποιός one who opens the way masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • γεφυροδοποιός — ο κατασκευαστής γεφυρών και οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + οδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • κελευθοποιός — κελευθοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, κλειθρο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • οδοποιία — η (Α ὁδοποιΐα και ὁδοποΐα) [οδοποιός] η κατασκευή οδού, το έργο τού οδοποιού νεοελλ. το σύνολο τών τεχνικών εργασιών που γίνονται για τη χάραξη και κατασκευή ή επισκευή και διαρρύθμιση τών χερσαίων οδών και ο αντίστοιχος επιστημονικός και… …   Dictionary of Greek

  • οδοποιώ — ὁδοποιῶ, έω (Α) [οδοποιός] 1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.) 2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.) 3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»